- μειονότητα
- Οι ομάδες των πολιτών ενός κράτους που διαφέρουν ως προς την καταγωγή, τη γλώσσα ή τη θρησκεία από τις πολυαριθμότερες και ομοιογενείς ομάδες των άλλων πολιτών. Συνήθως, θεωρούνται ελάχιστα επωφελείς για τα κοινά πολιτικά συμφέροντα και υφίστανται συχνά νομικές μειώσεις ή διώξεις· έτσι, ο όρος έχει αποκτήσει αρνητική χροιά. Ήδη από το 1878, το Συνέδριο του Βερολίνου επέβαλε διεθνείς κανόνες για την προστασία των μ., με την εξασφάλιση της θρησκευτικής ελευθερίας στους υπηκόους της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μόνο όμως με τις συνθήκες ειρήνης του 1919-20 καθιερώθηκε ένα σύστημα διεθνούς προστασίας των μ., η τήρηση του οποίου ανατέθηκε στην Κοινωνία των Εθνών. Τα κράτη που περιελάμβαναν στην επικράτειά τους συμπαγείς ομάδες μ. (Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Αυστρία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Τουρκία) υποχρεώθηκαν να παραχωρήσουν στις φυλετικές, εθνικές, γλωσσικές ή θρησκευτικές μ. ισότητα αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων με τους άλλους πολίτες και να προστατεύσουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Όμως, οι υποχρεώσεις αυτές εύκολα καταστρατηγήθηκαν εξαιτίας του ότι οι πολίτες μόνο ως άτομα (όχι οι μ. ως ομάδα) είχαν το δικαίωμα να προσφεύγουν στην Κοινωνία των Εθνών σε περίπτωση μη εκπλήρωσής τους. Το γεγονός αυτό προξένησε προστριβές και αναθεωρητικές τάσεις που συνέτειναν στο ξέσπασμα του B’ Παγκοσμίου πολέμου, τουλάχιστον όσον αφορά την Ευρώπη. Πολλές μ. επλήγησαν από τον πόλεμο αυτό, όπως οι Εβραίοι της Ευρώπης και οι Τσιγγάνοι.
Το πρόβλημα των μ. υπήρξε και παραμένει σοβαρό σε αρκετές περιοχές της Ασίας και Αφρικής, αν και εξασθένησε στην Ευρώπη μετά τη μετατόπιση πληθυσμών και συνόρων που προκάλεσε ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος. Σε μερικές χώρες, όπως στην Πολωνία, στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία και στην Τουρκία επιλύθηκε με δραστικό τρόπο, μέσω αμοιβαίων ανταλλαγών πληθυσμού. Το πρόβλημα στην Ευρώπη απέκτησε νέες διαστάσεις μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την ανάπτυξη νεοεθνικιστικών τάσεων που προέκυψαν από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού (αρχές δεκαετίας 1990-2000).
Η Ε.Ε. ενεργεί ποικιλοτρόπως με στόχο να εξαλείψει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μ. στο εσωτερικό των κρατών που την απαρτίζουν. Άλλωστε, η συνθήκη του Μάαστριχ υπολογίζει τα μέλη των μ. ως ισότιμα, από τη στιγμή που αυτά έχουν την ιθαγένεια ενός κράτους-μέλους. Η Διακήρυξη για τα ανθρώπινα δικαιώματα της Βιέννης (1993) τονίζει πως είναι απαραίτητη η ελεύθερη έκφραση των ιδιαιτεροτήτων της κάθε μ., υποχρεώνοντας τις κυβερνήσεις των κρατών μελών να προστατεύουν τις δραστηριότητές τους.
* * *η1. πλήθος μικρότερο από το μισό ενός συνόλου2. πολιτιστικά, εθνολογικά ή φυλετικά ευδιάκριτη ομάδα που ζει στους κόλπους μιας ευρύτερης κοινωνίας3. φρ. «εθνική μειονότητα» — σύνολο ατόμων ξένης εθνικότητας που αποτελούν μικρό ποσοστό τού πληθυσμού μιας χώρας ή επικράτειας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μείων, μείονος + κατάλ. -ότητα. Η λ., στον λόγιο τ. μειονότης, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.